- Πάσκα
- τοβλ. Πάσχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πασκαλιάζω — [Πάσκα] εορτάζω το Πάσχα … Dictionary of Greek
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
χάσκα — η, Ν [χάσκω] 1. παιχνίδι κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί να πιάσει με το στόμα ένα φρούτο ή γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή από μια οροφή και αιωρείται 2. (ως επίρρ.) χάσκα με ανοιχτό το στόμα 3. παροιμ. «άλλος πάσκα κι άλλος χάσκα» λέγεται… … Dictionary of Greek
χάσκα — η 1. είδος παιχνιδιού, κατά το οποίο καθένας από τους παίχτες προσπαθεί να συλλάβει με το στόμα του γλύκισμα που κρέμεται με κλωστή. 2. ως επίρρ., με ανοιχτό το στόμα, πειναλέα. 3. παροιμ., «άλλος Πάσκα κι άλλος χάσκα», άλλοι τρώνε κι άλλοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)